Στην εποχή πού ο Μίκυ Μάους πολεμάει χωρίς καν την απαραίτητη στρατιωτική εξάρτηση, έστω για μια πρώτη δικαιολογία, συγκεντρωνόμαστε όλοι εμείς, για να μιλήσουμε για τα νιάτα του δικού μας πολέμου. Τον οποίο, ούτε καν τον ζήσαμε.
Αν με ρωτήσετε γιατί κι εγώ, μ’ όλους εσάς, εδώ, θα σας απαντήσω λιτά. Γιατί, έτσι. Γιατί, τότε.
Ήταν όλα... τότε. Τοπική, χρονική αναφορά. Εκείνο το τότε, δεν υπάρχει τώρα πια πουθενά. Παρά μόνο στις ψυχές μας και στις λιγοστές πλαστικοποιημένες κουβέντες της αστυνομικής ταυτότητας, που όπου κι αν είναι φυλαγμένη τα λέει όλα. Και αν τις ρωτήσεις αυτές τις λεπτές γραμμές της ταυτότητας ή τις κάπως πιο έντονες γραμμές του χρόνου στα πρόσωπά μας, γιατί αγαπήσαμε το Μικρό Ήρωα, το Παιδί Φάντασμα και τους συντρόφους του, η απάντηση είναι:
Γιατί ο Γιώργος Θαλάσσης, η Κατερίνα, ο Σπίθας, ο Διαβολάκος δεν ήταν μόνο τα πρόσωπα της δημιουργικής φαντασίας του Στέλιου Ανεμοδουρά και των συνεργατών του αλλά, γιατί απλώς ήταν ξαδέλφια τού πατέρα μας, εγγόνια της γιαγιάς μας, ανήψια από τη μάνα μας που δε γνωρίσαμε ποτέ από κοντά. Ήταν οι ήρωες της κάθε γειτονιάς που στάθηκε όρθια μέσα απ’ την πείνα, το φόβο, τη σιωπή της Κατοχής.
Νωπές ακόμα οι αναμνήσεις από το τότε, μέσα στα ίδια μας τα σπίτια. Για τη γενιά πού δε γεννήθηκε μέσα στην κόλαση, αλλά της έτυχε καλλίτερη γέννα, μετεμφυλιακή οι ιστορίες για τούτο και το άλλο του πολέμου και της Κατοχής έφταναν και, ίσως φτάνουν ακόμα σήμερα, μέχρι τον ολοκληρωτικό θάνατο των πρωταγωνιστών της ίδιας της ζωής. Των γονιών μας. Των βαθειά ηλικιωμένων συγγενών που ακόμα τολμούν και ζουν.
Έτσι εγώ εξηγώ την ταύτιση της δικής μας γενιάς με τους μικρούς μας ήρωες. Δεν ήταν μακρινά και άγνωστα τα πρόσωπά τους και η δράση τους, γιατί, πότε το μεσημέρι, πότε το βράδυ και πάντα στις εθνικές εορτές μ’ αυτά μας έκαναν παρέα οι μεγαλύτεροι. Με τις διηγήσεις που απόκτησαν και πρόσωπο και χρώμα Για πόσες και πόσες Κατερίνες – νεαρές της αντίστασης δεν είχαμε ακούσει. Για πόσα παλληκάρια σαν τον Γιώργο Θαλάσση δεν είχαμε το πένθος, μέσα στα ίδια μας τα σπίτια να σούρνεται. Κι ήταν κι ο Σπίθας, ο φαταούλας αγαπησιάρης, η φωτεινή αναλαμπή που έκανε όλων τη ζωή καλλίτερη, ακόμα κι όταν ηχούσαν οι σειρήνες. Ήταν το πρόσωπο που είχε ξεφύγει, συνειδητά με τη βοήθεια της γραφής του Ανεμοδουρά, από τις πίσω πόρτες των θεάτρων της κατοχικής επιθεώρησης. Ηθικόν ακμαιότατον μέσα απ’ το γέλιο. Γιατί έτσι είναι η ίδια η ζωή.
Ήταν λοιπόν δικοί μας άνθρωποι όλα εκείνα τα παιδιά γιατί ήταν και δική μας ιστορία, εκείνη που δεν προλάβαμε, αλλά μας την διηγήθηκαν με δάκρυ ακόμα ζωντανό οι δικοί μας.
Μόνο έτσι μπορώ να εξηγήσω γιατί αγαπήσαμε τόσο πολύ εκείνο το έντονα χρωματισμένο στο εξώφυλλο, μαυρόασπρο στις διηγήσεις του περιοδικάκι.
Να. Το θυμάμαι, λες και είναι τώρα. Ήταν μια μέρα, κάθε βδομάδα, που μαλλιοτραβιόμουνα με το μεγαλύτερο μου αδελφό. Ήταν εκείνη η μέρα, δε θυμάμαι, ήταν Τρίτη, Τετάρτη που κυνηγιόμασταν μέχρι τελικού ξυλοδαρμού απ’ τη μητέρα, για το ποιος θα διαβάσει πρώτος. Ποιος θα ρουφήξει τη δροσιά της ηρωικής νιότης που, μακάρι να μας άγγιζε και σήμερα με την ίδια ένταση. Πόσο τυχερά παιδιά που ήμασταν που μεγαλώσαμε με τούς μικρούς ήρωες της ιστορίας, μια ανάσα χρόνου πίσω μας. Και πόσο τυχεροί κι εκείνοι που έμειναν στην ιστορία χάρις σ’ εκείνον πού μνημονεύουμε σήμερα. Τον Ανεμοδουρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου